
(απο την Πηγη Καφετζοπουλου)
Το καλοκαίρι που τον συνάντησα για πρώτη φορά, έβρεχε συνέχεια. Είχαμε κάνει πολλές τρέλες παρέα. Κολύμπι με βροχή. Να πέφτουν οι αστραπές κι εμείς να κάνουμε βουτιές για να τις αποφύγουμε.
Ώρες – ώρες του έμπαιναν κάτι ιδέες! Πότε ήθελε να τα παρατήσει όλα και να γίνει μελισσοκόμος. Μια άλλη φορά σε μεθύσι του, μου είχε εκμυστηρευτεί πως θα πάει στο Άγιο Όρος να μονάσει.
Δε βαριόμουν να τον ακούω να μου αραδιάζει όλες αυτές τις ιστορίες. Ήξερα μάλιστα πως τη στιγμή που μου τις έλεγε, μιλούσε σοβαρά.
Μου είχε κάνει καμιά δεκαριά φορές πρόταση γάμου. Ήξερα πως μέσα του έτρεμε μην απαντήσω θετικά, όχι πως δε με ήθελε, μα δεν ήταν για γάμους, αυτός.
Πολλά βράδια κοιμόμουν σπίτι του. Ακόμα και στο κρεβάτι του. Μερικές φορές στην αγκαλιά του, μα δεν είχαμε ποτέ κάνει έρωτα. Δε μας έβγαινε καθόλου.
Όταν είχα πρόβλημα σε εκείνον έτρεχα κι εκείνος έκανε το ίδιο με τη σειρά του. Γούσταρε τους μελοδραματισμούς, όλα τα έκανε τραγικά. Για λίγο όμως, μετά του περνούσε.
Φοιτητής της Νομικής, παρακαλώ! Κρατούσε μαθήματα για να καθυστερεί το στρατό. Δούλευε συνήθως part-time ίσα που να βγάζει τα απαραίτητα.
Όμορφος, ναι! Κούκλος, με κάτι μάτια τεράστια! Και φωνή, χάδι για την ψυχή. Του άρεσε πριν κοιμηθούμε, να πίνουμε λίγο κρασί και να μου διαβάζει, ποίηση. Έπαιρνε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, το άνοιγε στην τύχη σε μια σελίδα και μου απάγγελνε ώσπου να αποκοιμηθώ.
Δεν έβρισκε κανένα από τα φλερτ μου άξια, για να κάνω σοβαρό δεσμό μαζί τους. Τις περισσότερες φορές είχε τα δίκια του, μα αρκετές, αντιδρούσε αρνητικά από ζήλια και φόβο μη με χάσει.
Δε χρειαζόταν να τηλεφωνηθούμε για να κανονίσουμε τις συναντήσεις μας. Θα βρισκόμασταν στην κατάλληλη πάντα στιγμή στο αγαπημένο μας καφέ ή σπίτι του.
Στα τρία χρόνια της στενής περίεργης μας σχέσης είχε κάνει μόνο ένα σοβαρό δεσμό, με μια γλυκιά συμφοιτήτριά του, που δυστυχώς δεν άντεξε τις παρτίδες μας και τον άφησε για ένα δικηγόρο σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της.
Δεν ένιωσα να στεναχωρήθηκε και πολύ. Η μόνη φορά που τον είδα πραγματικά στεναχωρημένο, ήταν όταν του είπα πως θα φύγω για καιρό στο εξωτερικό. Δε μιλιότανε. Άρχισα να τον χάνω…
Με πήγε στο αεροδρόμιο, μα μου ζήτησε να μην τον πάρω ούτε ένα τηλέφωνο, να μην του γράψω ούτε μια κουβέντα.
Σεβάστηκα την επιθυμία του. Όταν επέστρεψα Αθήνα πήγα από το καφέ. Άφαντος! Ο γνωστός σερβιτόρος, με κοιτούσε με περίεργο ύφος και προσπαθούσε να με αποφύγει.
Πήγα χτύπησα στο διαμέρισμα του. Μου άνοιξε μια κοπέλα. Δεν τον ήξερε. Μόλις το είχε νοικιάσει.
Σε λίγες μέρες, ποτέ δεν έμαθα από ποιον, βρήκα κάτω από την πόρτα μου ένα φάκελο με αποκόμματα εφημερίδων. Δυο μέρες μετά την αναχώρησή μου, είχε βγει, είχε πιει πολύ και εκνευρισμένος με κάποιον που του μίλησε κάπως ειρωνικά, τον μαχαίρωσε θανάσιμα.
Είναι ακόμα στη φυλακή κι αν νομίζετε πως ο λόγος που σας μεταφέρω την ιστορία του είναι για να σας γράψω ένα παραμύθι με λυπημένο τέλος, καλά φανταστήκατε.
Κι αυτό που με βασανίζει, είναι που έχω την αίσθηση, πως έχει μαζί του στο κελί, ένα κομμάτι από την ελευθερία μου.
alienp - ΠΥΘΙΑ