Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ενα ταξιδι μαγικο

Εχω συνηθισει να φτιαχνω βαλιτσες για τον Δ και τωρα που επρεπε να φτιαξω τη δικη μου δεν ηξερα τι να βαλω μεσα. Τελευταια στιγμη εχωσα τα απαραιτητα κι εφυγα να τον βρω. Ραντεβου στο αεροδρομιο της Γενευης να ανεβουμε στις γαλλικες Αλπεις. Και ειχα αναμονη 5 ωρες στο αεροδρομιο της Αθηνας κι αλλες 5 στο αεροδρομιο της Γενευης. Και ημουν ξυπνητη απο τις 4:15 τα ξημερωματα και φτασαμε στο μαγικο χωριο που μεναμε στις 11:30 το βραδυ. Και ενιωθα μονο ευτυχισμενη. Τιποτα αλλο δεν χωρουσε. Ουτε κουραση, ουτε οι υποχρεωσεις που αφησα πισω.


Εβγαλε ο Δ τα κρασακια και τα κριτσινια που ειχε παρει και καναμε τσιγαρο στο χιονισμενο μας μπαλκονι, ακουγοντας μονο το ποταμι απο κατω και θαυμαζοντας το βουνο. Και σκεφτομουν οτι δεν ηθελα να κοιμηθω εκεινο το βραδυ γιατι δεν χορταινα τις στιγμες.



Το πρωι πηραμε το πρωινο μας στην ωραιοτερη αιθουσα πρωινου που εχω δει. Και μετανιωσα που συγκρατουσα τα δακρυα ευτυχιας που ενιωθα να ανεβαινουν στα ματια μου, για να μη με περασουν για τρελλη. Γιατι ηξερα οτι ζουσα μια μελλοντικη μαγικη αναμνηση.



Η αναβαση και η καταβαση απο τα 1900 μετρα δεν σου αφηνε περιθωριο να αμφισβητησεις οτι υπαρχει κατι πολυ μεγαλο εκει εξω. Αυτη η ομορφια δεν ειναι ανθρωπινη. Λιμνες, βουνα, δαση, χωρια βουτηγμενα στο χιονι και πολλα ελατα!







Και στον δρομο για το Annecy ενιωθα ευγνωμων που ειχε χαμηλα ορια ταχυτητας και που ο Δ τα ακολουθει. Κι εβλεπα κι εβλεπα και ρουφουσα καθε εικονα.


Στο Ανσι ο κοσμος ηταν πολυς. Μπερδευομασταν ολοι μαζι στα γραφικα ξυλινα σπιτακια της υπαιθριας χριστουγεννιατικης αγορας και μεσα απο στοες βγαιναμε στα δρομακια δεξια κι αριστερα απο το ποταμι, που εκλεβε το νερο της λιμνης, γιατι το χρωστουσε στον Ροδανο ποταμο μαλλον. Οι βιτρινες καταφερναν να σου πουλησουν ακομα και οσα δεν σου αρεσουν γευστικα. Στους -8 πανω στις Αλπεις δεν κρυωναμε, αλλα η υγρασια των +2 στο Ανσι αρχισε να μας τρυπαει. Περπατησαμε πολυ και τρυπωσαμε σε ενα μικρο καφε και φαγαμε μπρουσκετες, ηπια εναν ωραιο καπουτσινο και πηραμε τον δρομο για Λυων.




Φτασαμε βραδακι και βγηκαμε κατευθειαν να προλαβουμε την γιορτη των φωτων. Καποια κομματια ηταν εντυπωσιακα. Αυτο ομως που μου εκανε την μεγαλυτερη εντυπωση ηταν ο ογκος του κοσμου. Η ερμηνεια της λεξης λαοθαλασσα ηταν μπροστα στα ματια μου. Εχω γινει λιγακι αγοραφοβικη νομιζω. Επιανα το χερι του Δ σφιχτα και μετα απο καποια ωρα ηθελα απλα να βγουμε απο αυτην την κοσμοσυρροη. Φαγαμε με λιγους φιλους και χωθηκαμε σε ενα απο τα ελαχιστα ανοιχτα μπαρακια μετα τις 12 τα ξημερωματα.





Το πρωι εβρεχε. Η θεα απο το παραθυρο του δωματιου, ενω εβλεπε σε καποιους εσωτερικους κηπους που το καλοκαιρι φανταζομαι θα γεμισουν κοσμο, ηταν πιο ομορφη με βροχη. Επιστρεφοντας για Γενευη, οι εικονες της Λυων με τα φθινοπωρινα της χρωματα στην βροχη, με ανταμειψαν για την "ενοχληση" της προηγουμενης βραδιας απο την πολυκοσμια. Η βροχη εγινε χιονονερο και μετα χιονι. Τις στασεις στα σημεια αναψυχης που ειχε κατα μηκος των δρομων, τις απολαμβανα λες και σταματουσαμε σε καποιο παραδοσιακο μπριστρο.











 Και ξανα στο αεροδρομιο της Γενευης να περιμενω την πτηση μου γι' Αθηνα. Σαν ονειρο περασαν οι δυομιση αυτες μερες. Ενα ομορφο ονειρο που δεν ηθελα να ξυπνησω. Και φιλουσα τον Δ γι' αντιο και ηθελα να τον φιλαω ξανα και ξανα. Επειδη ο αποχωρισμος σε κανει πιο ερωτευμενο. Κι ενιωθα οτι μου χαρισε δυο απο τις ωραιοτερες μερες της ζωης μου. Γιατι και η υπερβολη εχει τη θεση της οταν ολα μεγενθυνονται μεσα σου και δεν ξερεις πως να τα χωρεσεις στις λεξεις. Και το καταλαβα γιατι οταν με ρωτανε πως περασα, απανταω εκνευριστικα λιτα, απαντωντας σε μια μια ερωτηση. Με το τσιγκελι μου παιρνουν τις εντυπωσεις. Λες και θα της χασω αν τις μοιραστω. Λες και ειναι τοσο προσωπικες που ειναι αδιακρισια να τις κοινωνησω σε καποιον. Λες και θα μικρυνει οτι εζησα αν το φυλακισω σε λεξεις. Επεστρεψα λοιπον. Πιο πλουσια και πολυ ευτυχισμενη. Και τωρα χαμηλωστε το φως και καντε ησυχια να βουτηξω στις αναμνησεις που τοσο θαυμασια υφανε η φυση της Ελβετιας και της Γαλλιας στο μυαλο μου. Κλεινω τα ματια και βρισκομαι σε εκεινη την τζαμαρια που επαιρνα το πρωινο μου το Σαββατο. Δεν εφυγα ποτε απο κει τελικα.