Ακομη νιωθω λιγο ζαλισμενη. Το Σαββατο το μεσημερι εχασα την αγαπημενη μου θεια. Μια τοσο πολυτιμη γυναικα για μενα και οπως φανταζεστε ζω λιγακι σε μια μουδιασμενη κατασταση αυτες τις δυο μερες. Πρωτη φορα ημουν διπλα σε καποιον οταν φευγει η ψυχουλα του. Ανεπνεε με δυσκολια λογω της καταστασης της. Απο τη μια της κρατουσα το χερι και το ετριβα θελοντας να την κρατησω ζεστη κι απο την αλλη εβαζα ολη μου τη δυναμη κι ευχομουν να φυγει να ησυχασει. Κι εφυγε και δεν μπορω να το πιστεψω. Δεν μπορουσε ποτε να φανταστει το κενο που θα αφηνε. Μου λειπει απιστευτα πολυ. Μου τη θυμιζουν ολα τα προσωπα διπλα μου. Βλεπω τον αντρα μου και θυμαμαι ποσο τον αγαπουσε και τον θαυμαζε. Βλεπω τη μικρη και θυμαμαι πως εκλαιγε οταν την ειχε δει πρωτη φορα.
Οταν την ξημερωσαμε εγιναν και ενα-δυο σκηνικα που μας εκαναν να γελασουμε με δακρυα. Πιο εκτονωτικο ειναι το γελιο τελικα νομιζω. Και δεν με ενοιαζε κι ας μου εκαναν παρατηρηση. Κουραση και θλιψη ηταν γεματο το Σαββατοκυριακο μου.
Χθες καταφερα και κοιμηθηκα νωρις και ξεκουραστηκα. Μια καινουρια εβδομαδα ξεκιναει. Η ζωη αλυπητα
ευτυχως συνεχιζεται. Προχωραμε με ενα κενο μεσα μας. Ηρθαν τα πεθερικα μου να βοηθησουν με την μικρη. Δεν την πηρα μαζι μου στην κηδεια. Δεν με πειραζει να δει νεκρο. Δεν ηθελα να δει εμενα τοσο λυπημενη και κλαμμενη. Ξυπνησα το πρωι και βρηκα τον αντρα μου στην κουζινα. Ειχε ξυπνησει, ειχε αναψει τη σομπα και με υποδεχτηκε με μια υπεροχη αγκαλια. Οσο ημουν στην αγκαλια του εκλεισα τα ματια και ευχηθηκα να ηταν Κυριακη να πιναμε μαζι το καφεδακι μας. Αλλα δεν επιασε η ευχη μου.
Αφησα τη μικρη στον παιδικο και ηρθα στο γραφειο. Ειναι χαλαρη πολυ η δουλεια τωρα το πρωι και εχω την πολυτελεια να βουρκωνω και το επομενο δευτερολεπτο να κανονιζω πως θα στολισω το σπιτι για να χαρουμε τις γιορτες που ερχονται με τη μικρη. Και υστερα σκεφτομαι οτι εχω αναγκη να βαλω μια φωτογραφια της θειας μου εδω στο γραφειο. Μια ψευδαισθηση οτι δεν εφυγε. Γιατι, το οτι, αυτους που αγαπαμε πολυ, τους κουβαλαμε συνεχως μεσα μας, δε φαινεται να πιανει, δε μου φτανει. Και υστερα σκεφτηκα οτι επρεπε να πεθανει για να θελω φωτογραφια της στο γραφειο μου. Αδικο κι αυτο.
Ετσι αυτη η Δευτερα ειναι γεματη αντιφατικα συναισθηματα και με ενα μεγαλο κενο να σκεπαζει τα παντα. Με χρωματα, με σκεψεις για στολιδια και για γραμματα στον Αγιο Βασιλη και χριστουγεννιατικες βολτες. Και παραλληλα με σκεψεις για τη ζωη χωρις τη δευτερη μαμα μου. Τις μεγαλες χαρες και τις μεγαλες λυπες δεν τις χωρανε οι λεξεις θαρρω. Κριμα να μη μπορουμε να φυγουμε για λιγο οταν περνούμε τετοιες στενοχωριες. Λιγες μερες να συνηθισει το μυαλο μας την απουσια, τη "συμφορα" που μας ετυχε, να επαναπροσδιορισουμε τι πραγματικα εχει αξια.
Εχασα τη θεια μου, γραφω και μου φαινεται απιθανο να χωραει σε τοσα λιγα γραμματα ολο αυτο που μου συμβαινει.
........................
Κοιμηθηκα μια ωρα το μεσημερι και ηρθα με τα ποδια στη δουλεια. Ενταξει, ειμαι μια χαρα νομιζω. Το μυαλο μου κανει χιλιες σκεψεις το λεπτο. Στιγμες με τη θεια, χριστουγεννιατικες μπαλες, κληρονομικα, γιρλαντες, απουσια, κενο, λαμπακια και κολυβα ειναι λιγες απο τις σκεψεις που κανω απο το πρωι. Εχει ενα γλυκο καιρο και καθως ερχομουν θυμηθηκα οτι χθες, γυρνωντας απο το νοσοκομειο για να αλλαξω να ειμαι ετοιμη για την κηδεια της επομενης μερας, ακουσα αυτο
Η μελωδια με εκανε να νιωσω καλα. Σαν μια ζεστη αγκαλια. Δεν ξερω τι γινεται μετα το θανατο. Ευχομαι μονο να ειναι καλα τωρα πια. Χωρις αγχος, χωρις πονο, χωρις δυσπνοιες, χωρις στενοχωριες.
Σκεφτομαι τις σπιθες απο τα ματια της Ισμηνης πριν λιγο που κυνηγιοταν με τα παιδια της γειτονιας εξω απο το σπιτι. Αυτο ειναι ζωη. Γεματα ανασες πνευμονια, παιδικα χαμογελα και γαργαρα γελια δυνατα. Ετσι ειναι η ζωη, ολα τα χωραει. Απο το πιο μικρο, μεχρι το πιο μεγαλο. Απο την καινουρια ζωη μεχρι την τελευταια μας πνοη. Γι'αυτο ειναι τοσο πολυτιμη. Γι'αυτο, γι'αυτο!