
Πρωι πρωι τυλιξα μεσα σε μια πρασινη κολλα τους θυσαυρους του Σαββατοκυριακου μου και ξεκινησα για τη δουλεια. Κι ενω βγηκα απο το σπιτι με ενα σφιξιμο στο στομαχι, λογω καποιων υποχρεωσεων, αυτη τη στιγμη νιωθω με εναν ηλιο μπροστα στα ματια μου που προσπαθω να τον απορροφησω, να τον νιωσω να γεμιζει ολο μου το κορμι και να του επιτρεψω να αδεισει απο τις μυτες των ποδιων μου.
Σημερα ειδα τις πρωτες τουλιπες. Οταν δεν οδηγεις εσυ, εχεις τον χρονο να παρατηρησεις την πολη. Κοιτουσα την καθε λεπτομερια. Ηθελα να εχω και μια καλη φωτογραφικη στο χερι, να εχω κατεβασμενο το παραθυρο και να μαζευω ακριβα κλικ σε ενα αορατο φιλμ μεσα στην ψηφιακη μου μηχανη, φυλακιζοντας τον χρονο και μετα να σκεφτομαι αν τον πληγωσα ή αν του χαρισα την αιωνιοτητα.
Κανεις δεν ξερει.
Η Δευτερα αυτη με βρηκε λιγο πιο εκπαιδευμενη στο κοιταγμα.