
"Τιμωρια! Ξεπεσμενη και ξεπερασμενη σαν λεξη, ομως ασαλευτη σαν πραγματικοτητα. Ειδικα σημερα που ολα τα δικαιολογουμε και τα επιτρεπουμε στον εαυτο μας, η τιμωρια μας αγρυπνη κι αδεκαστη σαν θεια δικη, κανει την αιωνια δουλεια της πιο ανεμποδιστα παρα ποτε, μια και δεν την παραδεχομαστε. Την ονομαζουμε : αρρωστια, νευρωση, αγχος, ανία, καταθλιψη, καταπτωση, οπως τις αμαρτιες μας επιμενουμε να τις ονομαζουμε ατυχιες, ή ακομα και δικαιωμα.
Παντως, μου φαινεται πως οι περισσοτεροι που ξερω εχουν μελλον ή εχουν παρελθον. Τουτη τη στιγμη δεν μπορω να φερω κανενα στο νου μου με παρον. Με παρον βρε παιδι μου. Μ' ενα παρον απτο, στρογγυλο και συγκεκριμενο, οπως ειναι ενα πορτοκαλι που το πετας πανω κι εκεινο παλι πεφτει στην παλαμη σου κανοντας «χραπ!».Το σιγουρο «χραπ» του υπαρκτου που αμφιβολια δεν σηκωνει.
Οχι, μονο στο παρον δεν περπαταμε. Σα να ‘ναι αφαντο ή επιφοβο. Περπαταμε με το νου σφηνωμενο σε ιστοριες παλιες που πλαθουμε και αναπλαθουμε αναλογα τη μερα, αναλογα την αναγκη, κι αναλογα τον ακροατη. Το παρελθον μας σαν ρευστος πηλος αλλαζει οψεις και ακουραστα αναδημιουργειται στα τωρινα μας δαχτυλα. Ποτε γελαει και ποτε κλαιει, και σπανια ειμαστε ειλικρινεις μαζι του. «Την εχω ακουσει σε δεκαδες εκδοχες αυτη την υποθεση», μου ειχε πει εκνευρισμενος και δηθεν βαριεστημενος ο Νικος οταν, για πολλοστη φορα, αναφερθηκα σ’ ενα περασμενο μου ειδυλλιο. Με διαφορετικο καθε φορα πνευμα κι αναλογα τα αισθηματα που καθε φορα χρειαζομουνα να του εμπνευσω για μενα. Ποτε θαυμασμου, ποτε ζηλειας, ποτε μειονεξιας, ποτε ακομα και οικτου.
........
Παντως, εχω προσεξει πως τι μερες που αισθανομαι πεσμενη και περπατω στους δρομους, κοιταζω χαμω, το πεζοδρομιο, τα παπουτσια μου, κι ας σκεφτομαι αλλα κι αλλα. Τις μερες που νιωθω καλα, σηκωνω το κεφαλι, κοιταζω περα και ψηλα, τους πανω οροφους των κτηριων, τις ταρατσες, τις κεραιες, ακομα και τον ουρανο.
Στενοχωρια ειναι η αποσταση αναμεσα σ’ αυτο που εχεις και σ’ αυτο που επιθυμεις, ακουσα προ καιρου σε μιαν εκπομπη στην τηλεοραση.
Αχ ναι, φωναξα μεσα μου. Ναι, χιλιες φορες ναι. Τωρα που το ακουω σε λεξεις τον καταλαβαινω τον καημο μου. Αυτο ειναι ματια μου, αυτο με σιγοροκανιζει μερα - νυχτα : εκεινο που εχω κι εκεινο που λαχταρω! Βολοδερνω παραπατωντας αναμεσα τους και μαραζωνω. Θελω να το βγαλω απ’ το νου μου αυτο που λαχταρω μηπως και χαρω αυτο που εχω.
Ομως δεν τα καταφερνω. Οσο το παλευω θεριευει, οπως τα αυγα που οσο τα χτυπας φουσκωνουν και υψωνονται.
Απο που βγαινει, απο που ερχεται η δικια μου η λαχταρα, οι ποθοι μου, τα ονειρα μου; Αναρωτιεμαι και με μεγαλη αυστηροτητα μαλιστα. Απ’ την ψυχη μου ερχονται ή απ’ την εγωπαθεια μου;
Δεν ξερω ποσο καθαρο και ποσο μολυσμενο ειναι αυτο που αποκαλω, «ζωη που θα μου ταιριαζε»."
Απο το βιβλιο της Μαρως Βαμβουνακη « Τανγκο μες στον καθρεφτη »